καρδιόσπερμο

καρδιόσπερμο
(Cardiospermum). Γένος φυτών της οικογένειας των σαπινδοειδών, που περιλαμβάνει 15 είδη ιθαγενή της Νότιας Αμερικής. Πρόκειται για φυτά ποώδη ή θαμνώδη και ελικοειδή-αναρριχητικά, οι σπόροι των οποίων φέρουν ένα λευκό καρδιόσχημο στίγμα. Το γνωστότερο είδος είναι το κ. το αλικάκαβο, που ευδοκιμεί στην ανατολική Ινδία και καλλιεργείται ως λαχανικό.
* * *
το
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τής οικογένειας σαπινδίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiospermun < cardio- (πρβλ. καρδι[ο]
*) + -spermum (πρβλ. -σπερμος / -ον < σπέρμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”